- ὑμέτερον
- вашеваш
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὑμέτερον — ὑ̱μέτερον , ὑμέτερος your masc acc sg ὑ̱μέτερον , ὑμέτερος your neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
υμέτερος — έρα, ο / ὑμέτερος, έρα, ον, ΝΜΑ (κτητ. αντων.) (λόγ. τ.) 1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.) 2. (σπαν. αντί τού σός) δικός σου αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
υμετερόνδε — Α επίρρ. προς το δικό σας σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμέτερον + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πολεμόν δε)] … Dictionary of Greek